- τετραποδίζω
- ΝΑ [τετράπους, -οδος]βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.)νεοελλ.(για ιπποειδή) προχωρώ βάδην.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραποδίζω — τετραπόδισα 1. βαδίζω με τα τέσσερα, μπουσουλάω. 2. (για ζώα), προχωρώ βάδην … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραποδίζει — τετραποδίζω go on all fours pres ind mp 2nd sg τετραποδίζω go on all fours pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδίζον — τετραποδίζω go on all fours pres part act masc voc sg τετραποδίζω go on all fours pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδίζειν — τετραποδίζω go on all fours pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδίζων — τετραποδίζω go on all fours pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδισμός — ο, ΝΑ [τετραποδίζω] το βάδισμα με τα τέσσερα, το μπουσούλημα νεοελλ. (για ιπποειδή) το βάδισμα που γίνεται καθώς το ζώο σηκώνει και κατεβάζει τα πόδια διαδοχικά … Dictionary of Greek
τετραποδίσας — τετραποδίσᾱς , τετραποδίζω go on all fours aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)